- πεπλανημένως
- Αεπίρρ.1. εσφαλμένα2. (για παροξυσμό ασθένειας) ανώμαλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπλανημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πλανῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πεπλανημένως — mistakenly indeclform (adverb) πλανάω cause to wander perf part mp masc acc pl (attic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)